- νυκτοφυλακή
- η1) мор. ночной патруль; 2) воен, ночная стража, охрана
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νυκτοφυλακή — και νυχτοφυλακή, η (Α νυκτοφυλακή) νυχτερινή φρουρά νεοελλ. 1. το σύνολο τών στρατιωτών που αποτελούν τη νυχτερινή φρουρά 2. υπηρεσία που φρουρεί έναν τόπο ή εποπτεύει στη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φυλακή] … Dictionary of Greek
νυκτοφυλακία — νυκτοφυλακία, ἡ (Α) [νυκτοφύλαξ] η νυκτοφυλακή, η νυχτερινή φρουρά … Dictionary of Greek
νυχτοβίγλα — η, και νυχτοβίγλι, το η νυκτοφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + βίγλα] … Dictionary of Greek
νυχτοφυλακή — η βλ. νυκτοφυλακή … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek
προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… … Dictionary of Greek